Στο κενό το άνοιγμα στο Κάιρο
Η μονομερής ανακήρυξη δυτικών θαλάσσιων συνόρων της Αιγύπτου με τη Λιβύη, με προεδρικό διάταγμα που φέρει την υπογραφή του Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, πέρα από ένα ακόμη ισχυρό μήνυμα κατά της υποτιθέμενης ισχύος του τουρκολιβυκού μνημονίου αποτελεί, στα μάτια πολύ έμπειρων παρατηρητών, μια πολύ σοβαρή ένδειξη της επιβράδυνσης των διπλωματικών αντανακλαστικών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Τους τελευταίους μήνες με αρκετή προσωπική προσπάθεια ο Ερντογάν επιχειρεί να εξομαλύνει τις σχέσεις του με τον Σίσι, πολλές φορές χρησιμοποιώντας διαύλους φιλικούς και προς τις δύο πλευρές. Τελευταίο παράδειγμα ήταν το τετ α τετ του Ερντογάν με τον Σίσι υπό το βλέμμα του εμίρη του Κατάρ Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θάνι στο περιθώριο της τελετής έναρξης του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου.
Το τετ α τετ ακολούθησε μια ψυχρολουσία που είχε φθάσει και πάλι στην Αγκυρα μέσω Καΐρου, όταν ο υπουργός Εξωτερικών Σάμεχ Σούκρι ανακοίνωσε ευθαρσώς ότι οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα σε Αίγυπτο και Τουρκία είχαν διακοπεί. Ο επιτετραμμένος της Τουρκίας στο Κάιρο και ο πρέσβης του Κατάρ, ως βασικός παράγοντας στην προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με την Αίγυπτο, είχαν, βέβαια, ειδοποιηθεί πριν από τις ανακοινώσεις του κ. Σούκρι, ωστόσο η δημοσιοποίηση ουσιαστικά κατέστρεψε την πολύ καλά στημένη προπαγανδιστική μηχανή που έχει στηθεί από το Λευκό Παλάτι και παρουσιάζει τις τουρκοαιγυπτιακές διαφορές περίπου ως διαδικαστικές.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, τα βασικά «αγκάθια» στην επαναπροσέγγιση Τουρκίας – Αιγύπτου είναι τα εξής: Πρώτον, η αδυναμία συμφωνίας στο ζήτημα δρομολόγησης των εκλογών στη Λιβύη. Αυτή η διάσταση δείχνει, στην πραγματικότητα, και ποιες είναι οι δύο δυνάμεις που κυριαρχούν στη Λιβύη και υποδηλώνει και την πλήρη απουσία ουσιαστικής παρέμβασης από οποιαδήποτε χώρα της Δύσης. Περιττό να υπογραμμιστεί ότι για την Αίγυπτο, η οποία διεξάγει συστηματικό αγώνα για να διαλύσει και τα τελευταία υπολείμματα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στη χερσόνησο του Σινά, η δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου στα δυτικά (τη Λιβύη) αντιμετωπίζεται ως απειλή αν όχι ως ανοιχτά εχθρική ενέργεια.
Δεύτερον, η δραστηριοποίηση της Τουρκίας με τρόπο υπονομευτικό των αιγυπτιακών συμφερόντων για ζητήματα τα οποία στο Κάιρο θεωρούνται ύψιστης ασφαλείας. Αν και στο Κάιρο εκτιμάται ο ρόλος που διαδραματίζει η Αγκυρα για την εξαγωγή των ουκρανικών σιτηρών (η Αίγυπτος εισάγει περί το 80% των σιτηρών της από τη Ρωσία και την Ουκρανία), οι Τούρκοι χρησιμοποιούν αυτόν τον ρόλο τους με τρόπο εκβιαστικό.
Επιπλέον, οι σχέσεις της Αγκυρας με περιφερειακούς παράγοντες όπως η Αιθιοπία, που κατασκευάζει ένα φράγμα στον Γαλάζιο Νείλο, το οποίο απειλεί την ασφάλεια των υδάτινων πόρων της Αιγύπτου και του Σουδάν, δεν αντιμετωπίζονται από το Κάιρο ως ακριβώς φιλικές. Εν ολίγοις, η Τουρκία επιχειρεί να αυξήσει την παρουσία της σε περιοχές οι οποίες ανήκουν παραδοσιακά στη σφαίρα επιρροής της Αιγύπτου. Αυτή η σφήνα της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο προκαλεί καχυποψία και ενόχληση σε όλες τις σημαντικές αραβικές χώρες, με προεξάρχουσα τη Σαουδική Αραβία.
Το τρίτο «αγκάθι» της επαναπροσέγγισης Αιγύπτου και Τουρκίας συνδέεται εμμέσως με τα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη βάση του τουρκολιβυκού μνημονίου ή την αμφισβήτηση της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης από την Αγκυρα. Ουσιαστικά, η Αγκυρα αποτυγχάνει να δελεάσει το Κάιρο με «περισσότερη ΑΟΖ» αν αποχωρήσει από τις συμφωνίες που έχει συνάψει με την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα. Και, αντιθέτως, καλλιεργεί τις συνθήκες για ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου στην πράξη. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η αιγυπτιακή διπλωματία έχει κινηθεί και στην περίπτωση του διατάγματος Σίσι με την ίδια προσοχή με την οποία έδρασε και τον Αύγουστο του 2020 κατά την τμηματική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ελλάδα.
Στην περίπτωση του διατάγματος Σίσι η γραμμή που ακολουθεί τον 25ο μεσημβρινό (περίπου στα ανατολικά όρια του νομού Ηρακλείου αν συνεχιστεί προς βορρά) σταματά λίγο πριν από τη νοητή μέση γραμμή Ελλάδας – Αιγύπτου. Αφήνει δηλαδή ανοιχτή τη δυνατότητα τριμερούς συνεννόησης ανάμεσα σε Αθήνα, Κάιρο και Τρίπολη για οριοθέτηση των μεταξύ τους συνόρων. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και τον Αύγουστο του 2020, όταν το ανατολικό άκρο της έφθασε λίγο πριν από τον 28ο μεσημβρινό (μέσο Ρόδου), κράτησε εκτός το Καστελλόριζο, η πλήρης επήρεια του οποίου αποτελεί για την Αγκυρα «κόκκινη γραμμή», αφήνοντας εν ολίγοις χώρο για συζητήσεις και με την Τουρκία. Και στις δύο περιπτώσεις η Ελλάδα έχει δεχθεί μειωμένη επήρεια των μικρών νησίδων (όπως η Χρυσή στα νότια της Κρήτης το 2020), γεγονός το οποίο είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού στον χάρτη των ορίων ελληνικής και αιγυπτιακής ΑΟΖ (σημεία A έως Ε) που βρίσκονται σαφώς βορειότερα της παλιότερης καταγεγραμμένης άποψης της Αθήνας.
Αυτοσυγκράτηση
Η στάση της Αθήνας μετά τις ανακοινώσεις Σίσι υπήρξε πολύ συγκρατημένη και οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια ήταν προσεκτικές. Στην Αθήνα αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος που διαδραματίζει η Αίγυπτος για το σύνολο των πολιτικών οι οποίες αναπτύχθηκαν από την Ελλάδα μετά τον Νοέμβριο του 2019 και το προκλητικό τουρκολιβυκό μνημόνιο, γι’ αυτό και οι δημόσιες αντιδράσεις είναι πολύ πιο φειδωλές απ’ ό,τι συνηθίζεται. Κυρίως στην Αθήνα γνωρίζουν ότι οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο είναι εξαιρετικά ασταθείς και ευαίσθητες, ως εκ τούτου κάποια πράγματα είναι καλό να μη συζητούνται δημόσια προτού υπάρξει οριστική κατάληξη. Στάση, η οποία είναι –αν μη τι άλλο– μια ουσιαστική βελτίωση από τον παραδοσιακό τρόπο δράσης του εγχώριου πολιτικού συστήματος.
Οι Αιγύπτιοι, λοιπόν, επιβεβαιώνουν τη στρατηγική –όπως φαίνεται– επιλογή τους να μην αποδεχθούν το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά προωθούν και τα ενεργειακά project τους, ένα από τα οποία είναι και το καλώδιο διασύνδεσης των ηλεκτρικών δικτύων Αιγύπτου και Ελλάδας και κατ’ επέκταση Βόρειας Αφρικής και Ευρώπης. Η έκδοση του διατάγματος Σίσι, αφότου έχουν αρχίσει και οι έρευνες της ExxonMobil στα δυτικά της Κρήτης, αποτελεί για την Ελλάδα ένα σαφές μήνυμα σχετικά με τις προθέσεις ενός διεθνούς (ΗΠΑ) και ενός περιφερειακού παράγοντα (Αίγυπτος) για την ανάγκη οι φιλοδοξίες τρίτων (Τουρκία) να μη θέσουν σε κίνδυνο τις προσπάθειες μετατροπής της Ανατολικής Μεσογείου σε μία από τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας για την Ευρώπη. Το διπλωματικό παιχνίδι είναι εντατικό. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της αιγυπτιακής ιστοσελίδας «Al Ahram», στις διμερείς συζητήσεις τους με τους Ισραηλινούς, οι Τούρκοι εξέφρασαν τη βούλησή τους να ενταχθούν στο φόρουμ ενέργειας της Ανατολικής Μεσογείου, το γνωστό με τα αρχικά EMGF (East Med Gas Forum). Στον οργανισμό συμμετέχουν ήδη η Κυπριακή Δημοκρατία, η Αίγυπτος, η Γαλλία, η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Ιταλία, η Ιορδανία και η Παλαιστινιακή Αρχή.
Το EMGF αποδεικνύεται ένα φόρουμ που δίνει δυνατότητες επέκτασης της ενεργειακής συνεργασίας, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τις επαφές μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, ώστε να γίνει εξαγωγή του φυσικού αερίου που βρίσκεται στην παλαιστινιακή ΑΟΖ (Λωρίδα της Γάζας). Βέβαια, η πιθανότητα ένταξης της Τουρκίας στο EMGF περνάει από μια σειρά άλλων ζητημάτων, με κυρίαρχο πέρα και πάνω απ’ όλα την επίλυση του Κυπριακού ή την έναρξη μιας διαδικασίας. Κατά ορισμένες απόψεις, η συμφωνία Ισραήλ – Λιβάνου για την οριοθέτηση ΑΟΖ ενώ τα μεγάλα διμερή ζητήματα παραμένουν ανοιχτά (εμπόλεμη κατάσταση) αποτελεί οδηγό, κάτι που ουδείς θεωρεί σε Αθήνα και Λευκωσία ότι μπορεί να συζητηθεί σοβαρά.
Αν στα παραπάνω προστεθεί η δράση στην οποία εσχάτως έχει επιδοθεί πλέον και το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο επιχειρεί να ενισχύσει την παρουσία του στην περιοχή ποικιλοτρόπως (όπως περιγράφηκε στην «Κ» της περασμένης Κυριακής), είναι απολύτως σαφές ότι το διπλωματικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο απέχει πολύ από την ολοκλήρωσή του.
ΠΗΓΗ: Βασίλης Νέδος