Η επέμβαση της Μόσχας τερμάτισε την περίοδο της διεθνούς ύφεσης και αναζωπύρωσε τον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό
Στο Αφγανιστάν, κράτος στερούμενο εθνοτικής ομοιογένειας, που συνόρευε με τη Σοβιετική Ενωση, επικρατούσε σχετική σταθερότητα μέχρι το 1973. Το κοσμικό βασιλικό καθεστώς που είχε την εξουσία, είχε αναπτύξει στενούς δεσμούς με τη Μόσχα, αλλά και ανεκτές σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Οταν κατά τη δεκαετία του 1960 ο βασιλιάς Ζαχίρ εγκαινίασε πρόγραμμα περιορισμένων πολιτικών μεταρρυθμίσεων, εμφανίστηκαν τρεις βασικές πολιτικές κινήσεις – «παρατάξεις». Η πρώτη είχε άτυπο επικεφαλής τον εξάδελφο και πολιτικό αντίπαλο του βασιλιά, τον Νταούντ.
Η δεύτερη παράταξη ήταν οι Αφγανοί κομμουνιστές, που όμως, παρότι προσωρινά σχημάτισαν ενιαίο κόμμα (το PDPA – Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν), ήταν βαθιά διαιρεμένοι σε δύο φιλοσοβιετικές φράξιες με διαφορετική φυλετική και κοινωνική προέλευση: το Παρτσάμ (με αρχηγό τον Μπαμπράκ Καρμάλ) και το Χαλκ (με αρχηγό τον Νουρ Μουχαμάντ Ταράκι και υπαρχηγό τον Χαφιζουλάχ Αμίν).
Η τρίτη πολιτική κίνηση ήταν οι φανατικοί ισλαμιστές. Από τους κόλπους τους προήλθαν μερικοί από τους ηγέτες των μουτζαχεντίν (ιεροί πολεμιστές) στον αγώνα εναντίον των Σοβιετικών κατά τη δεκαετία του 1980.
Το 1973 ο Νταούντ, με τη βοή-θεια και ντόπιων κομμουνιστών, ανέτρεψε τον βασιλιά και ανακήρυξε τη χώρα «αβασίλευτη δημοκρατία». Σύντομα κινήθηκε για την παγίωση της προσωπικής του εξουσίας ακολουθώντας αυταρχική πολιτική, ερχόμενος σε ρήξη με τους κομμουνιστές πρώην συμμάχους του. Επίσης, σταδιακά προσπάθησε να απομακρυνθεί από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Το 1978 οι Σοβιετικοί, ανήσυχοι από τις εξελίξεις, κάλεσαν τις κομμουνιστικές φράξιες να ενωθούν και να ανατρέψουν τον Νταούντ, ώστε τη διακυβέρνηση να αναλάβει το PDPA και να διασφαλιστεί η σοβιετική επιρροή στο Αφγανιστάν.
Πράγματι, τον Απρίλιο του 1978 το πραξικόπημα έγινε, ο Νταούντ εκτελέστηκε και οι Αφγανοί κομμουνιστές ανέλαβαν τη διακυβέρνηση. Ωστόσο, οι τελευταίοι δεν είχαν καμιά εμπειρία διακυβέρνησης. Επιπλέον, και παρά τις συμβουλές των Σοβιετικών για επίδειξη μετριοπάθειας, ακολούθησαν ιδιαίτερα δογματική πολιτική για την ταχύτατη επιβολή του σοσιαλιστικού μοντέλου σε μια χώρα που δεν ήταν ούτε έτοιμη ούτε πρόθυμη για τέτοιες αλλαγές. Παράλληλα, συνεχίστηκαν οι εσωτερικές έριδες εντός του PDPA.
Προσωρινά επικράτησε η μία κομμουνιστική φράξια (το Χαλκ) που ήλεγξε το κόμμα και την κυβέρνηση. Παράλληλα, όμως, ο αφγανικός στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας αδυνατούσαν να ελέγξουν πλήρως την ύπαιθρο, καθώς ήδη από το 1978 είχε αρχίσει η δράση ισλαμιστών ανταρτών. Οι τελευταίοι λάμβαναν ήδη πολύτιμη υποστήριξη από το γειτονικό Πακιστάν.
Εσωτερικές έριδες και ανατροπές
Πρώτο ανησυχητικό σημάδι ότι η κατάσταση στο Αφγανιστάν έτεινε να ξεφύγει από τον έλεγχο της κομμουνιστικής κυβέρνησης υπήρξε η φιλοϊσλαμική εξέγερση που ξέσπασε στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή της Χεράτ τον Μάρτιο του 1979. Τότε σφαγιάστηκαν όχι μόνο κυβερνητικοί αξιωματούχοι και άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και Σοβιετικοί σύμβουλοι του αφγανικού καθεστώτος και οι οικογένειές τους. Ο πρόεδρος Ταράκι και ο αντιπρόεδρος Αμίν απηύθυναν απεγνωσμένες εκκλήσεις προς τη Μόσχα ζητώντας σοβιετική στρατιωτική επέμβαση «για να σωθεί η επανάσταση».
Προσωρινά η σοβιετική ηγεσία φαινόταν να κλίνει υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης, καθώς υπήρχε ευρεία συναίνεση ότι τυχόν «απώλεια του Αφγανιστάν» θα ήταν γεωπολιτικά και ιδεολογικά απαράδεκτη. Τελικά πολύ γρήγορα επικράτησαν –έστω προσωρινά– πιο νηφάλιες σκέψεις: σημαντική ευθύνη για την επιδείνωση της κατάστασης στο Αφγανιστάν είχε το εκεί κομμουνιστικό καθεστώς, που όφειλε να αναθεωρήσει την πολιτική του· οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη διατήρηση του αφγανικού καθεστώτος μόνο με την ισχύ των όπλων, κάτι που δεν ήταν ούτε φρόνιμο ούτε σκόπιμο· μια σοβιετική στρατιωτική ενέργεια θα έβαινε προς όφελος της Κίνας, που θα την εκμεταλλευόταν διπλωματικά και επικοινωνιακά. Επίσης, ελλόχευε ο κίνδυνος περαιτέρω επιδείνωσης των σχέσεων της ΕΣΣΔ με τη Δύση και ιδίως τις ΗΠΑ, κάτι που απευχόταν ιδίως ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ.
Πιέσεις από το Κρεμλίνο
Ισχυρές μονάδες του Κόκκινου Στρατού έλεγξαν την Καμπούλ, τους κύριους οδικούς άξονες της χώρας και στρατηγικά σημεία.
Ωστόσο, το Κρεμλίνο άρχισε να πιέζει για λήψη μέτρων εναντίον του Αμίν, που από πολλούς Σοβιετικούς αξιωματούχους θεωρείτο ως υπεύθυνος για τις αρνητικές εξελίξεις που είχαν λάβει χώρα στο Αφγανιστάν. Εξάλλου, οι ενδημικές έριδες στο εσωτερικό του καθεστώτος και του PDPA κλιμακώθηκαν εξαιτίας της αδυναμίας εδραίωσης στην εξουσία και της ανάμειξης των Σοβιετικών. Αυτή τη φορά ξέσπασε ανταγωνισμός ανάμεσα στον Ταράκι και στον Αμίν, με τελικό νικητή τον δεύτερο, ο οποίος καθαίρεσε τον προκάτοχό του και λίγες εβδομάδες μετά (τον Οκτώβριο του 1979) προχώρησε στη δολοφονία του.
Πλέον στη Μόσχα εκφράζονταν φόβοι ότι ο νέος κομμουνιστής ηγέτης Αμίν, που ήταν μεν ικανός στρατιωτικός, αλλά βίαιος, αδίστακτος και υπερβολικά άκαμπτος, είτε θα αποτύγχανε να ελέγξει την κατάσταση στη χώρα του είτε θα προχωρούσε σε «άνοιγμα» προς τις ΗΠΑ. Καθώς η περίοδος της ύφεσης (détente) του ανταγωνισμού με τη Δύση έβαινε προς το τέλος της, ενώ ήδη στο Ιράν είχε επικρατήσει ο Χομεϊνί (και το Πακιστάν ακολουθούσε όλο και πιο αντισοβιετική πολιτική), οι Σοβιετικοί ηγέτες έκριναν ότι δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν τον εκμηδενισμό της σοβιετικής επιρροής στο Αφγανιστάν.
Η χώρα αποτελούσε ένα είδος «υγειονομικής ζώνης» ώστε να αποφευχθεί η επιρροή και παρουσία των ΗΠΑ ή του ριζοσπαστικού Ισλάμ στα νότια σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης (όπου διαβιούσαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί). Ετσι, κατόπιν εισηγήσεων κυρίως του υπουργού Αμυνας, στρατάρχη Ντμίτρι Ουστίνοφ και του επικεφαλής της KGB Γιούρι Αντρόποφ, αποφασίστηκε η ανατροπή του Αμίν και η αντικατάστασή του από τον Καρμάλ και την αντίπαλη κομμουνιστική φράξια του PDPA (το Παρτσάμ). Οι ενστάσεις που διατύπωσε η σοβιετική στρατιωτική ηγεσία τόσο για τη σκοπιμότητα μιας σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν όσο και για τις πιθανές προκλήσεις που θα αντιμετώπιζαν τα σοβιετικά στρατεύματα εκεί, δεν συζητήθηκαν καν. Ετσι, το σοβιετικό Πολιτμπιρό αποφάσισε την αποστολή επίλεκτων και σημαντικών σε αριθμό μηχανοκίνητων σοβιετικών δυνάμεων για να εξαλείψουν την όποια αντίσταση και να βοηθήσουν τη νέα αφγανική ηγεσία να σταθεροποιηθεί στην εξουσία και να ελέγξει τη χώρα.
Μια απόπειρα να δηλητηριαστεί ο Αμίν απέτυχε στα μέσα Δεκεμβρίου 1979. Τελικά, στις 27 Δεκεμβρίου 1979, άνδρες των Spetsnaz, της ελίτ των σοβιετικών ειδικών δυνάμεων, εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στο μέγαρο του Αμίν και εξόντωσαν τον ίδιο και πολλούς συνεργάτες και φρουρούς του. Παράλληλα, ισχυρές αερομεταφερόμενες και μηχανοκίνητες μονάδες του Κόκκινου Στρατού έλεγξαν την πρωτεύουσα Καμπούλ, τους κύριους οδικούς άξονες και στρατηγικά σημεία, ενώ προσπάθησαν –μάταια όπως σύντομα αποδείχθηκε– να σφραγίσουν τα σύνορα της χώρας με το Ιράν και το Πακιστάν.
ΠΗΓΗ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΟΥΡΧΟΥΛΗΣ