Προκαλεί εντύπωση το πάθος διάφορων αρθρογράφων και σχολιαστών, αυτόκλητων υπερασπιστών ή κατακριτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ιεραρχών ακόμη και του ίδιου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών σε σχέση με το λεγόμενο «σκοπιανό ζήτημα», τη διεξαγωγή συλλαλητηρίων και τη συμμετοχή ή μή σε αυτά κληρικών και λαϊκών μελών της Εκκλησίας. Από τη μια μεριά κόπτονται για την υπεράσπιση της εκκλησιαστικότητας και από την άλλη ωρύονται για την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, χωρίς ωστόσο οι ίδιοι να διέπονται από πραγματικά αγνά αισθήματα για την Εκκλησία, καθώς δεν φαίνεται να είναι ενεργά μέλη της Εκκλησίας, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις τοποθετήσεις και κυρίως την άγνοιά τους σε ζητήματα εκκλησιαστικά.
Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι η πρώτη φορά που αρθρώνει υπεύθυνο λόγο για το συγκεκριμένο ζήτημα, αφού τόσο αυτή όσο και κάθε άλλη ορθόδοξη Εκκλησία έχουν αντιμετωπίσει και έχουν τοποθετηθεί αρνητικά απέναντι στη σχισματική Εκκλησία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που από δεκαετίες αυτοαποκαλείται ως «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία-Αρχιεπισκοπή Αχρίδας», ενώ ο προκαθήμενός της ως «Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας και Μακεδονίας». Συνοπτικά αναφέρουμε ότι από το 1922 οι εκκλησιαστικές αυτές ζυμώσεις σχηματοποιούνταν στα εδάφη της σημερινής πρώην «Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και της «Παλαιάς Σερβίας» θέτοντας τις βάσεις μελλοντικών διοικητικών προβλημάτων μεταξύ των περιοχών αυτών. Πράγματι, έπειτα από μακροχρόνιες και συντονισμένες αντικανονικές δράσεις το 1967 η «Μακεδονική Εκκλησία» αυτό-ανακυρήχθηκε ως αυτοκέφαλη. Αμέσως σχεδόν μετά η αρμόδια Σύνοδος της Σερβικής Εκκλησίας κήρυξε σχισματική μόνο την ηγεσία της «Μακεδονικής Εκκλησίας».
Έως σήμερα καμία ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Σκοπιανής εκκλησίας, ενώ οι ίδιοι δεν προσπαθούν να ενταχθούν υπό τη σκέπη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που προβάλλει την κανονική και αρμόδια συννενόηση με το Πατριαρχείο Σερβίας. Στην πράξη το μόνο που καταφέρνουν είναι να προκαλούν ανούσιες -αλλά ενεργοβόρες τριβές- στις ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ σοβαρά προβλήματα τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και αλλού, αντί να ασχολούνται με μικροπολιτικές που μοναδικό σκοπό έχουν την νομή εξουσίας.
Επιπλέον, δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή το γεγονός ότι η κρατική εξουσία του Τίτο είναι αυτή που γέννησε το θέμα, αλλά η προσπάθεια της «Μακεδονικής Εκκλησίας» προκάλεσε και ολοκλήρωσε την εθνογένεση των Σκοπιανών προσφέροντάς τους γλώσσα, βίωμα και συνεκτικό όραμα. Σε αυτό το πλαίσιο η Εκκλησία της Ελλάδος έχει και οφείλει να καταθέσει την πικρή εμπειρία της σε σχέση με το παραπάνω ζήτημα, πάντοτε με σκοπό την προφύλαξη των πιστών αλλά και της πατρίδας. Οι σαφέστατα θεσμικά εκπεφρασμένες αλυτρωτικές βλέψεις των Σκοπιανών είναι πιθανό να αποτελέσουν θρυαλλίδα για την αναζωπύρωση και άλλων πολύ πιο επικίνδυνων εστιών εντός και πέριξ των ελληνικών συνόρων. Επομένως, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να παραμείνει άλαλη και συγχρόνως δεν πρέπει να είναι λαλίστατη ενώπιον τέτοιων πολυεπίπεδων σοβαρών εξελίξεων.
Μιχάλης Μαριόρας
Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Θρησκευμάτων
Τμήμα Θεολογίας, ΕΚΠΑ