Φόβοι για εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Ευρώπης

Η κλιμάκωση της έντασης γύρω από τις αμερικανικές επιδοτήσεις στη βιομηχανία κυριαρχεί στο Νταβός

Η απουσία ή, τουλάχιστον, η ιδιαίτερα περιορισμένη παρουσία χιονιού στο διάσημο χειμερινό θέρετρο της Ελβετίας να υπογραμμίζει την κλιματική κρίση, ο τίτλος «Συνεργασία σε έναν κατακερματισμένο κόσμο» να υπενθυμίζει τον απροσδόκητα παρατεταμένο πόλεμο εντός Ευρώπης και η προειδοποίηση του ΔΝΤ για τις βαρύτατες επιπτώσεις που θα έχει ο κατακερματισμός της παγκόσμιας οικονομίας να υπενθυμίζει τους οικονομικούς πολέμους, σίγουρα δεν ήταν οι καλύτεροι οιωνοί για το φετινό Νταβός.

Παρά τα πολλά καυτά θέματα στο φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, από τον πληθωρισμό και την αντιμετώπισή του από τις κεντρικές τράπεζες μέχρι το μέλλον της βιομηχανίας των κρυπτονομισμάτων, η ανησυχία για έναν νέο εμπορικό πόλεμο, αυτή τη φορά μεταξύ δυνάμεων της Δύσης, κυριάρχησε στις συζητήσεις. Και αυτό επειδή όλα δείχνουν ότι κλιμακώνεται η ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για τις επιδοτήσεις στις πράσινες τεχνολογίες και το επίμαχο σχέδιο της Ουάσιγκτον να ενισχύσει όσες παράγονται εντός ΗΠΑ και μόνον αυτές.

Παράλληλα, σοβεί η διαμάχη Ουάσιγκτον – Πεκίνου στο πεδίο της υψηλής τεχνολογίας.

Οι δύο σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι διπλωματικοί, πολιτικοί και οικονομικοί σύμμαχοι στο μέτωπο της Δύσης κατά της Ρωσίας κινδυνεύουν να βρεθούν οικονομικοί αντίπαλοι, καθώς οι Βρυξέλλες έχουν απειλήσει να προσφύγουν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά της Ουάσιγκτον. Και βέβαια, παράλληλα σοβεί ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στην Κίνα, που έχει ήδη προσφύγει στον ΠΟΕ κατά της Ουάσιγκτον. Οχι για τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ κατά των κινεζικών προϊόντων, που παραμένουν σε ισχύ δύο χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν, αλλά για τις απαγορεύσεις και τα εμπόδια που έχει επιβάλει η κυβέρνηση Μπάιντεν στις κινεζικές βιομηχανίες εμποδίζοντάς τες να παράγουν επεξεργαστές υψηλής τεχνολογίας. Κι ενώ εκπρόσωποι του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον επιχειρούν μια επαναπροσέγγιση, όλα δείχνουν πως το χάσμα διευρύνεται ανάμεσα σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον.

Την Τετάρτη το απόγευμα, όταν επιτέλους χιόνισε αρκετά στο Νταβός, ο Γερμανός καγκελάριος συναντήθηκε με τον Δημοκρατικό γερουσιαστή Τζο Μάντσιν, ο οποίος έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο επίμαχο σχέδιο της Ουάσιγκτον να επιδοτήσει όσες πράσινες τεχνολογίες παράγονται εντός ΗΠΑ. Και όπως ο ίδιος ο γερουσιαστής δήλωσε αργότερα σε δημοσιογράφους, ο Ολαφ Σολτς διαμαρτυρήθηκε ότι τα σχέδια της Ουάσιγκτον θα ζημιώσουν ευθέως τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία και αγορά, θα βλάψουν κατ’ επέκταση την Ευρώπη και τελικά θα πυροδοτήσουν έναν εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και βέβαια ο Αμερικανός πολιτικός απήντησε ευθαρσώς στον Γερμανό καγκελάριο ότι τίποτε δεν εμποδίζει τη Γερμανία να παράγει περισσότερα αυτοκίνητα εντός των ΗΠΑ.

Αλλά αυτό ακριβώς τρομάζει την Ευρώπη, ο κίνδυνος να μεταφερθεί περαιτέρω μέρος της παραγωγής της στην υπερδύναμη. Εν ολίγοις, οι επιδοτήσεις των ΗΠΑ στις πράσινες τεχνολογίες μπορούν να επιταχύνουν ραγδαία την αποβιομηχάνιση της Γηραιάς Ηπείρου, προϊόν της ενεργειακής κρίσης και του δυσβάσταχτου κόστους της ενέργειας που γονάτισε βιομηχανίες της και τις εξώθησε να ζητήσουν την προστασία των κυβερνήσεων. Σε άλλη συζήτηση στο πλαίσιο του Φόρουμ, ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, Χαβιέ Μπετέλ, έθεσε στον κ. Μάντσιν το ίδιο θέμα υπογραμμίζοντας τους κινδύνους για την ευρωπαϊκή βιομηχανία εν μέσω του ιλιγγιώδους κόστους της ενέργειας. Ο Αμερικανός γερουσιαστής του απάντησε πως το Λουξεμβούργο θα δει τις τιμές της ενέργειας να υποχωρούν εάν υπογράψει μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τους Αμερικανούς παραγωγούς. Επιβεβαίωσε, έτσι, την άποψη των Βρυξελλών, πως οι αμερικανικές βιομηχανίες φυσικού αερίου σπεύδουν να επωφεληθούν από την ενεργειακή κρίση της Ευρώπης.

Μεγάλο το κόστος μιας ρήξης, προειδοποιεί το ΔΝΤ
Δύο ημέρες πριν από την έναρξη του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ κι ενώ σοβούσε η ένταση ανάμεσα στην Ε.Ε και τις ΗΠΑ, τη Δύση και τη Ρωσία, την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, το ΔΝΤ προειδοποίησε πως ένας σοβαρός κατακερματισμός της παγκόσμιας οικονομίας έπειτα από δεκαετίες εντεινόμενης ενοποίησης των οικονομιών μπορεί να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ έως και κατά 7%. Τόνισε όμως ότι η ζημία θα είναι πολύ μεγαλύτερη σε ορισμένες χώρες, στις οποίες το πλήγμα στις οικονομίες τους μπορεί να φθάσει σε μια μείωση του ΑΕΠ τους κατά 8% έως 12% αν υπάρξει αποσύνδεση των οικονομιών στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Και προειδοποίησε κατηγορηματικά πως η ρήξη στους δεσμούς του παγκόσμιου εμπορίου θα πλήξει κατά κύριο λόγο τις φτωχές χώρες και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Διευκρίνισε, μάλιστα, πως ακόμη και ένας περιορισμένος κατακερματισμός της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να αφαιρέσει από το παγκόσμιο ΑΕΠ ένα ποσοστό 0,2%.

Οπως επισήμανε το Ταμείο, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2009 οι ροές προϊόντων και κεφαλαίων έχουν μείνει στάσιμες. Ομως η μείωση των ροών κεφαλαίου συνεπάγεται μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Υπενθύμισε, επίσης, πως τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αυξάνονται διαρκώς οι οικονομικές και εμπορικές διενέξεις, ενώ «η πανδημία του κορωνοϊού και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχουν θέσει σε περαιτέρω δοκιμασίες τις διεθνείς σχέσεις και έχουν εντείνει τη δυσπιστία σε ό,τι αφορά τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης».

Προειδοποίησε, όμως, πως αν μειωθεί η παγκόσμια συνεργασία μεταξύ χωρών και οικονομιών υπάρχει κίνδυνος ελλείψεων αγαθών ζωτικής σημασίας. Για πολλοστή φορά το ΔΝΤ υπογράμμισε ότι η σύσφιγξη των εμπορικών σχέσεων που έχει μεσολαβήσει επί δεκαετίες οδήγησε σε μείωση της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ παράλληλα ωφέλησε τους καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος και στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων οικονομιών καθώς προσέφερε προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Στη σχετική έκθεσή του το Ταμείο επικαλείται, άλλωστε, τις πλέον πρόσφατες σχετικές μελέτες που καταδεικνύουν πως όσο βαθύτερος είναι ο κατακερματισμός της παγκόσμιας οικονομίας τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος.

Κι ενώ σοβεί ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα και ο μεταξύ τους επιθετικός ανταγωνισμός για την κυριαρχία στους μικροεπεξεργαστές και στην υψηλή τεχνολογία, το Ταμείο προειδοποίησε πως η τεχνολογική αποσύνδεση των οικονομιών θα επιτείνει εις το έπακρον τις ζημίες από τους περιορισμούς στο διεθνές εμπόριο. Καταγράφοντας μάλιστα την τάση που εμφανίζουν οι μεγάλες οικονομίες μετά την πανδημία είτε για επανεθνικοποίηση της παραγωγής είτε για μεταφορά της σε γειτονικές περιοχές, το Ταμείο επισημαίνει πως συνεπάγεται το μέγιστο κόστος για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος και τις αναδυόμενες οικονομίες.

Οι «παγωμένες» σινοαμερικανικές σχέσεις και η συνάντηση Γέλεν – Λιου στη Ζυρίχη
Ενώ οι εργασίες στο Νταβός συνεχίζονταν ερήμην της ηγεσίας των ΗΠΑ και με ηχηρή την παρουσία κάθε ισχυρού Αμερικανού αξιωματούχου, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, που επίσης δεν παρευρέθη στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, επιχείρησε να σπάσει τον πάγο με το Πεκίνο. Η κ. Γέλεν συναντήθηκε με τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης, Λιου Χε, στη Ζυρίχη σε μια στιγμή που οι σχέσεις των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη παραμένουν «παγωμένες».

Αιτία είναι σειρά γεωπολιτικών εντάσεων όπως εκείνη της Κίνας με την Ταϊβάν, αλλά και εξαιτίας του εντεινόμενου ανταγωνισμού ανάμεσά τους με διακύβευμα την κυριαρχία στην υψηλή τεχνολογία και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια οικονομία. Εναν ανταγωνισμό που άρχισε να εντείνεται ή, τουλάχιστον, να γίνεται ορατός παγκοσμίως πριν από έξι χρόνια, όταν ανέλαβε καθήκοντα ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Δύο χρόνια βρίσκεται ήδη στο τιμόνι της υπερδύναμης ο Τζο Μπάιντεν και οι δασμοί που επέβαλε ο ανεκδιήγητος προκάτοχός του παραμένουν ενεργοί. Τον Δεκέμβριο, άλλωστε, η κυβέρνηση Μπάιντεν προσέθεσε καμιά σαρανταριά ακόμη κινεζικές εταιρείες στη «μαύρη» λίστα των εταιρειών στις οποίες απαγορεύονται οι εξαγωγές αμερικανικής τεχνολογίας. Δύο μήνες νωρίτερα, τον Οκτώβριο, η Ουάσιγκτον είχε υιοθετήσει σειρά σκληρών κανόνων που απαγόρευαν στις αμερικανικές επιχειρήσεις και γενικότερα στους Αμερικανούς τη συνεργασία με κινεζικές βιομηχανίες για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών.

Πρόκειται για την τεχνολογία από την οποία εξαρτάται η πλειονότητα των βιομηχανιών και για να παραχθεί χρειάζεται τη συνδρομή αμερικανικών εταιρειών αλλά και εταιρειών τρίτων χωρών. Οι κανόνες είχαν σχεδιασθεί έτσι ώστε να δυσχεράνουν εξαιρετικά τις προσπάθειες της Κίνας να αγοράσει ή να παραγάγει μικροεπεξεργαστές υψηλής τεχνολογίας με τις δικές της βιομηχανίες. Το Πεκίνο αντέδρασε αρχικά επιβάλλοντας δασμούς σε αμερικανικές εξαγωγές, αλλά στη συνέχεια τον Δεκέμβριο προσέφυγε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κατά της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της κινεζικής πλευράς, ο Κινέζος αξιωματούχος τόνισε ότι «η Κίνα ελπίζει πως η Ουάσιγκτον λαμβάνει υπ’ όψιν τον αντίκτυπο που έχει αυτή η πολιτική και για τις δύο πλευρές».

Κι ενώ η συνάντηση των δύο πλευρών στη Ζυρίχη ήταν σε εξέλιξη και ο κ. Λιου καλούσε την κ. Γέλεν να επισκεφθεί το Πεκίνο, ο Κολμ Κέλεχερ, πρόεδρος της UBS, δήλωνε στο Νταβός ότι η επιδείνωση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε άλλη συζήτηση στο Νταβός, ο Καρμίν ντι Σίμπιο, διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ, εξέφρασε τη δική του ανησυχία για το ενδεχόμενο αποσύνδεσης των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Εδωσε μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση όταν τόνισε πως πολλές εταιρείες προσπαθούν να πείσουν την αμερικανική κυβέρνηση ότι «χρειαζόμαστε τις επενδύσεις της Κίνας και χρειαζόμαστε να επενδύσουμε και εμείς στην Κίνα».

Δήλωσε, όμως, εξαιρετικά ανήσυχος γιατί οι σχέσεις των δύο πλευρών δεν βελτιώνονται ενώ σε ό,τι αφορά ειδικότερα την υπερδύναμη, υπογράμμισε ότι «στις ΗΠΑ η διάθεση προς την Κίνα δεν βελτιώνεται επειδή οι δύο πλευρές του πολιτικού συστήματος, τα δύο κόμματα του Κογκρέσου, αντιμετωπίζουν αυτήν την ένταση σαν σημαντικό τμήμα της πολιτικής τους ατζέντας και είναι το μοναδικό ζήτημα στο οποίο μπορούν να συμφωνήσουν».

Διπλός στόχος

Σχολιάζοντας τις εντάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για τις επιδοτήσεις στις πράσινες τεχνολογίες, ο επίτροπος Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, τόνισε από το βήμα του Νταβός ότι «πρέπει οπωσδήποτε να αποφύγουμε έναν εμπορικό πόλεμο ή έναν πόλεμο επιδοτήσεων, αλλά παράλληλα πρέπει και να τονώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας».

Ο αντίλογος

Υπερασπιζόμενος την πολιτική της Ουάσιγκτον ως προς τις επιδοτήσεις στις πράσινες τεχνολογίες, αλλά μόνον σε όσες παράγονται στην επικράτεια της υπερδύναμης, ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών για θέματα κλίματος, Τζον Κέρι, τόνισε πως «η Ευρώπη δαπανά ήδη τεράστια ποσά για τη στήριξη των πράσινων βιομηχανιών, αλλά όλοι πρέπει να κάνουμε περισσότερα».

Η βιωσιμότητα

Από το βήμα του Νταβός η Αμερικανίδα εκπρόσωπος Εμπορίου, Κάθριν Τάι, τόνισε πως ο κόσμος οδεύει προς μια «νέα εκδοχή της παγκοσμιοποίησης» και πως οι ΗΠΑ εφαρμόζουν μια εμπορική πολιτική που «προωθεί τη βιωσιμότητα, όχι μόνον για τον πλανήτη, αλλά και για τους ανθρώπους».

ΠΗΓΗ: H Kαθημερινή